- ατάκα
- (I)και αττάκα, η1. μουσ. η συγχρονισμένη και ακριβής είσοδος των οργάνων της ορχήστρας2. (θέατρ.) η άμεση απάντηση στη σκηνήη λέξη που ακούγεται από έναν ηθοποιό και στην οποία οφείλει ο άλλος κατά το κείμενο να απαντήσει.————————(II)(ως επίρρ.)την ίδια στιγμή, αμέσως, πολύ γρήγορα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. attacca, προστ. του ρ. attaccare «επιτίθεμαι, προσβάλλω, συνάπτω»].
Dictionary of Greek. 2013.