ατάκα

ατάκα
(I)
και αττάκα, η
1. μουσ. η συγχρονισμένη και ακριβής είσοδος των οργάνων της ορχήστρας
2. (θέατρ.) η άμεση απάντηση στη σκηνή
η λέξη που ακούγεται από έναν ηθοποιό και στην οποία οφείλει ο άλλος κατά το κείμενο να απαντήσει.
————————
(II)
(ως επίρρ.)
την ίδια στιγμή, αμέσως, πολύ γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. attacca, προστ. του ρ. attaccare «επιτίθεμαι, προσβάλλω, συνάπτω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Фотара, Дукисса — Дукисса Фотара Дата рождения 8 февраля 1941(1941 02 08) Место рождения Пирей Дата смерти 30 сентября …   Википедия

  • αττάκα — η βλ. ατάκα …   Dictionary of Greek

  • Τερέντιος Πόπλιος Βάρρων Ατακινός — (Publius Terentius Varro Atacinus, 82 π.X.– ; 36 π.X.). Ρωμαίος ποιητής, που γεννήθηκε κοντά στον ποταμό Άτακα της Ναρβωνικής Γαλατίας. Σύμφωνα με αρχαία πηγή, άρχισε να σπουδάζει ελληνική φιλολογία στα 35 του χρόνια. Τα σατιρικά του όμως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”